-
1 клетка
1. (помещение для животных, птиц) το κλουβί, ο κλωβός 2. (четырёхугольник, изображённый на поверхности чего-л.) το τετράγωνο, (тетрадный) το καρό, το τετραγωνάκι 3. биол. το κύτταρ/ο 4. мор. το υποστήριγμα του δεξαμενισμού, разг. το βάζο 5. (грудная) анат. о θώρακας 6. (лестничная) το πλατύσκαλο του κλιμακοστασίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клетка
-
2 система
το σύστημα- автоматического регулирования замкнутая - αυτόματης ρύθμισης, κλειστού τύπουбанковская - (банк.) τραπεζικό -валютная - эк. νομισματικό -вегетативная нервная анат. το φυτικό νευρικό -- гидроакустическая опускаемая (вертолётом) υδροακουστικό καταδυόμενο/καταβιβαζόμενο - (από ελικόπτερο)грузовая мор. - φορτοεκφόρτωσηςдвухпроводная эл. - δύο αγωγώνдыхательная - анат. αναπνευστικό -- единиц МКС - M.K.S. (μέτρο, χιλιόγραμμοзапоминающая вчт. - αποθήκευσηςизолированная - απομονωμένο -, κλειστό -информационная - πληροφοριών, πληροφοριακό -корневая - бот. ριζικό -лимфатическая - биол. λεμφικό/λεμφατικό -линейная - мат. γραμμικό -- мер метрическая (διεθνές) μετρικό -, δεκαδικό - μέτρησηςмоечная - πλύσης, το δίκτυο πλύσηςмышечная - анат. μυϊκό -- набора поперечная мор. εγκάρσιο - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора продольная мор. διά-μηκες - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора смешанная мор. μ(ε)ικτό - ενισχύσεων (του πλοίου)налоговая эк. - φορολογικό -нервная - анат. νευρικό -нуле-единичная (киб.) - δύο καταστάσεων (0 και Ι)ордовикская - (период) (геол.) η ορδοβίσιος περίοδος/εποχήпериферическая нервная - анат. περιφε-ριακό νευρικό -покровительственная - эк. см. протекционизм (в 1 знач.)противообледенительное - ав. αντιπαγωτικό -радиолокационная - с электронным сканированием - του ραντάρ με ηλεκτρονική σάρωση- сбыта торг. - πωλήσεωνсердечнососудистая - анат. καρδιοαγγειακό -симпатическая нервная - анат. συμπαθητικό νευρικό -симметричная - СГС см. - единиц СГС смазочная - λίπανσης- счисления непозиционная - αρίθμησης μη-προσδιοριζόμενο από τη θέση συμβόλου (π.χ. ρωμαϊκό)- счисления позиционная - αρίθμησης προσδιοριζόμενο από τη θέση του συμβόλου (π.χ. δεκαδικό)трёхпроводная эл. τρισύρματο -трёхфазная - эл. τριφασικό -триасовая - (геол.) η τριασική περίοδοςфановая - мор. το δίκτυο λυμάτωνцентральная нервная - физиол. κεντρικό άνευρικό -- элементов Менделеева периодическая περιοδικό - των στοιχείων του Μεντελέγιεφ (Mendeleiev)эндокринная - анат. ενδοκρινές -юрская - см. юраРусско-греческий словарь научных и технических терминов > система
-
3 система
система ж в разн. знач. το σύστημα; избирательная \система το εκλογικό σύστημα; нервная \система το νευρικό σύστημα* * *ж в разн. знач.το σύστημαизбира́тельная систе́ма — το εκλογικό σύστημα
не́рвная систе́ма — το νευρικό σύστημα
-
4 симпатический
1. (физиол., мед.) συ-μπαθητικ/ός 2. (о лечебных средствах) ανακουφιστικός 3. (в тайнописи)-ие чернила η συμπαθητική μελάνη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > симпатический
-
5 дрожь
дрожьж ἡ τρεμούλα, τό τρεμούλιασμα, χό ΡΐΥ°ς· нервная \дрожь τό νευρικό ρίγος' \дрожь пробежала по всему́ телу ἀνατρίχιασα ὁλόκληρος· меня бросило в \дрожь μ' ἐπιασε ἀνατριχίλα. -
6 система
систем||аж в разн. знач. τό σύστημα:избирательная \система τό ἐκλογικό σύστημα· социалистическая \система τό σοσιαλιστικό σύστημα· солнечная \система τό ἡλιακό σύστημα· нервная \система τό νευρικό σύστημα· стать \системаой, войти в \системау у кого-л. μοῦ γίνεται συνήθεια. -
7 центральный
центральн||ыйприл в разн. знач. κεντρικός:\центральный комитет ἡ κεντρική ἐπιτροπή· \центральныйая улица ὁ κεντρικός δρόμος· \центральныйое отопление ἡ κεντρική θέρμανση· \центральныйая нервная система τό κεντρικό νευρικό σύστημα· \центральныйая телефонная станция τό τηλεφωνικό κέντρο· \центральный телеграф τό κεντρικό τηλεγραφείο· \центральныйая печать οἱ κεντρικές ἐφημερίδες. -
8 вегетативный
επ.τροφοδοτικός (των ζώων και φυτών)•-ые органы τα όργανα ανάπτυξης και τροφοδοσίας των φυτών, (ρίζα, στέλεχος, φύλλα).
εκφρ.- ое размножение – μεταμοσχευτικός πολλαπλασιασμός•- ая нервная система – το συμπαθητικό νευρικό σύστημα. -
9 периферический
επ.περιφερειακός•-ая нервная система περιφερειακό νευρικό σύστημα.
-
10 система
-ы θ.1. σύστημα• τάξη• σειρά•система расстановки книг в библиотеке το σύστημα τοποθέτησης των βιβλίων στη βιβλιοθήκη•
нарушить -у παραβιάζω το σύστημα•
система лечения το σύστημα θεραπείας•
педагогическая система παιδαγωγικό σύστημα•
философская система декарта φιλοσοφικό σύστημα του Καρτέσιου.
2. συγκρότηση, ενιαίο όλο• αλληλοσύνδεση•солнечная το ηλιακό σύστημα•
нервная система το νευρικό σύστημα.
|| συγκρότημα τεχνικό•система отопления σύστημα θέρμανσης•
оросительная система αρδευτικό σύστημα.
3. κοινωνική οργάνωση•феодальная, капиталистическая, социалистическая система φεουδαρχικό, καπιταλιστικό, σοσιαλιστικό σύστημα.
εκφρ.выборная система – εκλογικό σύστημα. -
11 центральный
επ.κεντρικός•-ая точка κεντρικό σημείο•
-ая улица κεντρική οδός•
-ая Европа κεντρική Ευρώπη•
центральный орган партии κεντρικό όργανο του κόμματος•
центральный нападающий ο κεντρικός κυνηγός ποδοσφαίρου, σέντερ-φορ•
-комитет профсоюзов κεντρική επιτροπή των συνδικάτων•
-ая власть η κεντρική εξουσία.
εκφρ.- ая нервная система – το κεντρικό νευρικό σύστημα•ружь -ого боя – το οπισθογεμές όπλο.